δυναμικοῦ

δυναμικοῦ
δυναμικός
powerful
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • βολτόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της διαφοράς δυναμικού μεταξύ δύο σημείων ενός αγωγού. Τα όργανα για την ηλεκτροστατική μέτρηση της διαφοράς δυναμικού (ηλεκτροστατικές δυνάμεις) βασίζονται στο φαινόμενο της ηλεκτροστατικής επαγωγής. Ονομάζονται και… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρεγερτική δύναμη — Χαρακτηριστικό μέγεθος (E) μιας ηλεκτρικής πηγής που ορίζεται ως η διαφορά δυναμικού V στους πόλους Α και Β της πηγής, όταν αυτή δεν διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα (Ε = V, όταν I = 0). Μια ιδανική πηγή η.δ. διατηρεί σταθερή διαφορά δυναμικού… …   Dictionary of Greek

  • ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… …   Dictionary of Greek

  • δυναμικό — (Φυσ.). Όρος της φυσικής ο οποίος αναφέρεται στο ποσό του έργου που παράγει μία δύναμη. Για τον προσδιορισμό του φυσικού αυτού μεγέθους είναι σκόπιμη η αναφορά στην έννοια του πεδίου. Πεδίο καλείται μια περιοχή του χώρου, μέσα στην οποία υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροεγκεφαλογραφία — (ΗΕΓ). Μέθοδος νευρολογικής εξέτασης της ηλεκτρικής δραστηριότητας του εγκεφάλου, κατά την οποία καταγράφονται οι μεταβολές των διαφορών δυναμικού ανάμεσα στα εγκεφαλικά κύτταρα. Η μέθοδος επινοήθηκε και εφαρμόστηκε στον άνθρωπο από τον Γερμανό… …   Dictionary of Greek

  • θερμοηλεκτρισμός — Σύνολο ιδιοτήτων που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση μεταξύ ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας που εκδηλώνονται στα φαινόμενα Ζέεμπεκ, Πελτιέ, Τόμσον, εκτός από το φαινόμενο Τζάουλ. φαινόμενο Ζέεμπεκ. Το φαινόμενο Ζέεμπεκ, που είναι και το πιο… …   Dictionary of Greek

  • τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Ναμίμπια — Κράτος της νοτιοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αγκόλα και με τη Ζάμπια, Α με την Μποτσουάνα και με τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία, Ν με τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Προσαρτημένη, ουσιαστικά, στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”